εκρουμανίζω

εκρουμανίζω
εκρουμάνισα, εκρουμανίστηκα, ε-κρουμανισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε ρουμανικό ή ανθρώπους ξένης εθνικότητας σε Ρουμάνους: Η περιοχή εκρουμανίστηκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκρουμανίζω — 1. κάνω κάποιον Ρουμάνο ή να ενστερνισθεί την εθνικότητα ή τα ήθη τών Ρουμάνων 2. (για λέξεις) ακολουθώ ή ρυθμίζω κατά το τυπικό τής ρουμανικής γλώσσας …   Dictionary of Greek

  • εκρουμάνιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκρουμανίζω …   Dictionary of Greek

  • εκβουλγαρίζω — εκβουλγάρισα, εκβουλγαρίστηκα, εκβουλγαρισμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάτι σε βουλγαρικό ή άτομα άλλης εθνικότητας τα κάνω Βούλγαρους (πρβλ. εξελληνίζω, εκρουμανίζω κτλ.). 2. μέσ. και παθ., εκβουλγαρίζομαι με τη θέλησή μου ή με τη βία γίνομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”