- εκρουμανίζω
- εκρουμάνισα, εκρουμανίστηκα, ε-κρουμανισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε ρουμανικό ή ανθρώπους ξένης εθνικότητας σε Ρουμάνους: Η περιοχή εκρουμανίστηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.